γυμνοσάλιαγκας — και γυμνοσάλιαγκος, ο σαλίγκαρος χωρίς όστρακο … Dictionary of Greek
κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ … Dictionary of Greek
Κάσδαγλη, Λίνα — (Κόρινθος 1921 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ασχολείται με την επιμέλεια βιβλίων και, κυρίως, με την παιδική λογοτεχνία. Διετέλεσε υπεύθυνη σύνταξης του περιοδικού Η… … Dictionary of Greek
σαλιγκάρι — σαλιγκάρι, το και σαλίγκαρος, ο κοχλίας, σάλιαγκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοχλιός — ο κοχλίας, σαλίγκαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)